- οὐρανίζω
- οὐρᾰν-ίζω or [suff] οὐρᾰν-ίζομαι,A reach to heaven, A.Fr.436.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
ουρανίζω — οὐρανίζω ή οὐρανίζομαι (Α) [ουρανός] φθάνω μέχρι τον ουρανό … Dictionary of Greek
οὐράνιζεν — οὐρανίζω reach to heaven imperf ind act 3rd sg οὐρανίζω reach to heaven imperf ind act 3rd sg (homeric ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
οὐρανιζέτω — οὐρανίζω reach to heaven pres imperat act 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
οὐρανικός — οὐρανίζω reach to heaven perf part act neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
οὐρανιῶν — οὐρανίζω reach to heaven fut part act masc nom sg (attic epic doric) οὐρανιάζω throw fut part act masc voc sg οὐρανιάζω throw fut part act neut nom/voc/acc sg οὐρανιάζω throw fut part act masc nom sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
οὐρανίζετο — οὐρανίζομαι reach to heaven imperf ind mp 3rd sg οὐρανίζομαι reach to heaven imperf ind mp 3rd sg (homeric ionic) οὐρανίζω reach to heaven imperf ind mp 3rd sg οὐρανίζω reach to heaven imperf ind mp 3rd sg (homeric ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ουράνισμα — το [ουρανίζω] μουσ. ένα από τα σαράντα άφωνα σημάδια ή σημάρια τής σημειογραφίας τής βυζαντινής μουσικής … Dictionary of Greek
ουρανός — Για τον γήινο παρατηρητή, είναι ο ημισφαιρικός θόλος που φαινομενικά ορίζει το διάστημα και στον οποίο προβάλλονται κατά τη νύχτα οι ορατοί αστέρες. Ο. αποκαλείται και ό,τιδήποτε έχει το σχήμα του ουράνιου θόλου, όπως οροφή ή στέγη σε σχήμα θόλου … Dictionary of Greek
ἐπουρανιοῖς — ἐπί οὐρανίζω reach to heaven fut opt act 2nd sg (attic epic doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)